- σφραγιστής
- σφραγιστήςsealermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφραγιστής — ο, ΝΑ [σφραγίζω] υπάλληλος που ενεργεί σφράγιση αρχ. 1. τίτλος Αιγυπτίων ιερέων που σφράγιζαν το θύμα πριν από τη θυσία 2. μάρτυρας που υπογράφει και επισφραγίζει μία διαθήκη … Dictionary of Greek
σφραγισταί — σφραγιστής sealer masc nom/voc pl σφραγιστός stamped with the public seal fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοσχοσφραγιστής — μοσχοσφραγιστής, ὁ (Α) αυτός που επέλεγε και σφράγιζε τα μοσχάρια τα οποία προορίζονταν για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + σφραγιστής (< σφραγίζω), πρβλ. ιερομοσχο σφραγιστής)] … Dictionary of Greek
αποσημάντωρ — ἀποσημάντωρ, ο (Μ) σφραγιστής, γραμματέας, επόπτης … Dictionary of Greek